- μεταποίνιος
- μεταποίνιος, -ον (Α)(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που τιμωρεί κατόπιν, ο εκδικητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -ποίνιος (< -ποινος < ποινή), πρβλ. εμ-ποίνιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταποίνιος — punishing afterwards masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταποίνιον — μεταποίνιος punishing afterwards masc/fem acc sg μεταποίνιος punishing afterwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)